Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η σημείωση

См. также в других словарях:

  • σημείωση — η 1. τοποθέτηση κάποιου σημείου, σημάδεμα: Δεν έγινε σωστή σημείωση όλων των λαθών. 2. φρ., πρόχειρο γράψιμο: Οι φοιτητές κατά τη διάρκεια του μαθήματος κρατούν σημειώσεις. 3. σημείωμα: Έχασε τις σημειώσεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σημείωση — η / σημείωσις, ώσεως, ΝΜΑ [σημειῶ, ώνω] παρατήρηση, σχόλιο στο περιθώριο βιβλίου ή κάτω από το κείμενο νεοελλ. σημείωμα, σύντομη καταγραφή γεγονότων ή πληροφοριών μσν. σφραγισμένο έγγραφο, διάταγμα μσν. αρχ. 1. δήλωση με κάποιο σημείο, γραπτή… …   Dictionary of Greek

  • σημειώση — σημείωσις indication fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημειώσῃ — σημειώσηι , σημείωσις indication fem dat sg (epic) σημειόω mark aor subj mid 2nd sg σημειόω mark aor subj act 3rd sg σημειόω mark fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος …   Dictionary of Greek

  • παρασημείωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [παρασημειούμαι] σημείωση στο περιθώριο μσν. 1. σύντομη αναφορά, σημείωση 2. ημερομηνία, χρονολογία αρχ. 1. περίληψη στο περιθώριο και γενικά περίληψη λογαριασμών 2. περιληπτική έκθεση δικηγόρου, δικογραφία, προδικαστική απόφαση 3.… …   Dictionary of Greek

  • υποσημείωση — η / ὑποσημείωσις, ώσεως, ΝΑ [ὑποσημειῶ / ώνω] σημείωση, παρατήρηση στο κάτω μέρος σελίδας εντύπου ή εγγράφου αρχ. 1. πρόσθετη σημείωση 2. υπογραφή …   Dictionary of Greek

  • Anexo:Falsos amigos — Los falsos amigos son palabras que, a pesar de tener significados diferentes, pueden escribirse o pronunciarse de una manera similar en dos o más idiomas. Lo anterior puede deberse tanto a distintas etimologías como a un cambio en el significado… …   Wikipedia Español

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… …   Dictionary of Greek

  • αποσημείωση — η (Μ ἀποσημείωσις) νεοελλ. σημείωση μσν. καταγραφή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»